- προπλασμός
- ο, ΝΜ [προπλάσσω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προπλάσσω2. (στους Βυζαντινούς αγιογράφους) φόντο ζωγραφικού πίνακα, αστάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek